- Ἑκάεργος
- Ἑκάεργοςninemasc nom sgἙκαέργοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκάεργος — ἑκάεργος, ο (θηλ. ἑκαέργη > δωρ. τ. ἑκαέργα) (Α) 1. αυτός που ενεργεί από μακριά 2. ὁ Ἑκάεργος (ως επίθ. τού Απόλλωνος) αυτός που ρίχνει μακριά το τόξο 3. ἡ Ἑκαέργη (ως επίθ. τής Αρτέμιδος) … Dictionary of Greek
ἑκάεργος — nine masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑκαέργου — Ἑκάεργος nine masc gen sg Ἑκαέργος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑκάεργε — Ἑκάεργος nine masc voc sg Ἑκαέργος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑκάεργον — Ἑκάεργος nine masc acc sg Ἑκαέργος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκάεργον — Ἑκάεργος nine masc/fem acc sg Ἑκάεργος nine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκαέργου — Ἑκάεργος nine masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκάεργε — Ἑκάεργος nine masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑκάεργ' — Ἑκάεργε , Ἑκάεργος nine masc voc sg Ἑκάεργαι , Ἑκαέργη nine fem nom/voc pl Ἑκάεργε , Ἑκαέργος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκάεργ' — ἑκάεργα , Ἑκάεργος nine neut nom/voc/acc pl ἑκάεργε , Ἑκάεργος nine masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)